- χρίονται
- χράω 2proclaimpres ind mp 3rd pl (doric ionic)χρί̱ονται , χρίωtouch the surface of a body slightlypres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίλτος — η (ΑΜ μίλτος) παραλλαγή τού ορυκτού αιματίτη και το παραγόμενο από αυτή κόκκινο χρώμα («τὸ δὲ σῶμα χρίονται μίλτῳ», Ηρόδ.) αρχ. 1. σχοινί βαμμένο με μίλτο 2. η ερυσίβη 3. μαγική ονομασία τού αίματος 4. ερυθρός μόλυβδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίλτος έχει… … Dictionary of Greek